- φρενάρω
- (λ. ιταλ.), φρενάρισα και φρέναρα, μτβ. και αμτβ., πατώ το φρένο, σταματώ με το φρένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρενάρω — φρενάρω, φρέναρα και φρενάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φρενάρω — Ν πατώ φρένο, τροχοπεδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρένο + ρηματ. κατάλ. άρω*] … Dictionary of Greek
φρενάρισμα — το, Ν [φρενάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρενάρω, τροχοπέδηση … Dictionary of Greek
πεδώ — άω / πεδῶ, άω ΝΜ, πεδῶ, όω Α [πέδη] (ιδίως για τα πόδια) δεσμεύω, δένω με δεσμά νεοελλ. αρχ. επιβραδύνω ή ανακόπτω εντελώς την κίνηση μιας μηχανής χρησιμοποιώντας πέδη, κρατώ κάτι ακίνητο, σταματώ, φρενάρω αρχ. 1. στερεοποιώ κάτι 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
τρομπάρισμα — και τρουμπάρισμα, το, Ν άντληση με τη χρήση τρόμπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπάρω / τρουμπάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. φρενάρω: φρενάρισμα] … Dictionary of Greek
τροχοπεδώ — Ν [τροχοπέδη] επιβραδύνω ή σταματώ την κίνηση τροχού με τη χρήση τροχοπέδης, φρενάρω … Dictionary of Greek
φερμάρω — Ν 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ 2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω 3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ 4. (το β εν. προστ.) φέρμα (ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ! [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ,… … Dictionary of Greek
φρεναριστός — ή, ό, Ν αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση πέδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek
τροχοπεδώ — τροχοπέδησα, τροχοπεδήθηκα, τροχοπεδημένος, επιβραδύνω την κίνηση τροχού με τροχοπέδη (βλ. λ.), φρενάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)